- τυφλώδης
- τυφλώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)τυφλώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)τυφλώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμεναία — (hymenaea). Γένος φυτών της οικογένειας των Καισαλπινιδών. Περιλαμβάνει γύρω στα 10 είδη, που αναπτύσσονται στις τροπικές χώρες της Αμερικής και της Αφρικής. Σημαντικότερα είδη είναι τα εξής: η υ. η κουρβαρίλειος, μεγάλο και πολυετές δέντρο της… … Dictionary of Greek